Πιστωτικό γεγονός η έλλειψη συμφωνίας για τη διευθέτηση των χρηματοδοτικών αναγκών.
Δόθηκε σήμερα το πρωί στη δημοσιότητα η τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλήμε τον επικεφαλής του γραφείου καθηγητή Παναγιώτη Λιαργκόβα να προτρέπει την κυβέρνηση να καταλήξει άμεσα σε συμφωνία με τους εταίρους και να μην χρονοτριβήσει καθώς οι επιπτώσεις ενδέχεται να είναι καταστροφικές.
Περιγράφοντας τις συνέπειες που θα έχει η μη συμφωνία με τους εταίρους οι συντάκτες της Έκθεσης τηρούν σαφείς αποστάσεις από τη δήλωση του νέου Υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη πως η χώρα δεν χρειάζεται τη δόση των 7,2 δις ευρώ καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε ντόμινο αρνητικών εξελίξεων για την ελληνική οικονομία και απώλεια της δυνατότητας αξιοποίησης ενός ποσού το οποίο φτάνει κοντά στα 50 δισεκατομμύρια ευρώ. «Σε περίπτωση μη συμφωνίας, η Ελλάδα θα απολέσει κατ’ αρχάς €7,2 δισ. των δανείων του ΔΝΤ και της Ευρωζώνης. Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση δε θα μπορέσει να συμμετάσχει μέσω των τραπεζών στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ. Για τη συμμετοχή σε αυτό έχουν τεθεί ως κύριες προϋποθέσεις η ύπαρξη προγράμματος προσαρμογής. Ας σημειωθεί ότι το ποσό που μπορεί να αντληθεί από το Μάρτιο του 2015 έως το Σεπτέμβριο του 2016 ανέρχεται σε περίπου €30 δισ. και θα συνέβαλε στην επιδιωκόμενη ανάπτυξη αντί της λιτότητας. Τέλος, δε θα μπορεί να αξιοποιήσει το ποσό των €11,4 δισ. που έχει σήμερα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Άλλα κόστη θα προκύψουν από την ανάγκη προσφυγής των τραπεζών στον μηχανισμό ELA (emergency liquidity assistance), πράγμα που θα πιέζει τα επιτόκια των επιχειρήσεων προς τα επάνω» αναφέρει χαρακτηριστικά η Έκθεση επισημαίνοντας μάλιστα και τον κίνδυνο πρόκλησης έλλειψης ρευστότητας στις τράπεζες από το ενδεχόμενο μαζικής φυγής κεφαλαίων και αποταμιεύσεων στις τράπεζες αν δεν υπάρξει συνεννόηση.
Οι συντάκτες της Έκθεσης μάλιστα δεν διστάζουν να επισείσουν τον κίνδυνο πιστωτικού γεγονότος αν δεν υπάρξει συμφωνία με τους εταίρους για τη διευθέτηση των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας: «Στη διαπραγμάτευση της Ελλάδας με τους Ευρωπαίους εταίρους, η κάθε πλευρά αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μεγαλύτερες δυσκολίες διότι είναι οφειλέτρια, χρειάζεται περαιτέρω χρηματοδοτική (και τεχνική) στήριξη, έχει απωλέσει πολύτιμο χρόνο και δεν έχει επαρκή διεθνή κάλυψη.Πιθανή έλλειψη συμφωνίας σε σχέση με τη διευθέτηση των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας θα ισοδυναμούσε με πιστωτικό γεγονός» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Όπως περιγράφει η Έκθεση η νέα κυβέρνηση αντιμετωπίζει πολλές εκκρεμότητες και πρέπει να συμφωνήσει με τους εταίρους για το τι είναι δυνατό και πώς θα χρηματοδοτηθεί καλώντας την μάλιστα να λάβει άμεσες αποφάσεις. Αφήνοντας σαφείς υπαινιγμούς πως οι πρόωρες εκλογές έκαναν ακόμα πιο ανίσχυρη τη διαπραγματευτική δυνατότητα της χώρας οι συντάκτες της Έκθεσης αναφέρουν χαρακτηριστικά: «Οι αποφάσεις της νέας κυβέρνησης πρέπει να ληφθούν ταχύτατα προκειμένου να αναστραφεί το κλίμα που προκάλεσε η προκήρυξη εκλογών, η μη επίτευξη συμφωνίας με την Τρόικα και η απόπειρα της κυβέρνησης της ΝΔ/ΠΑΣΟΚ να προσφύγει στις αγορές τον Οκτώβριο 2014 χωρίς μια τέτοια συμφωνία. Η δυσμενής πορεία αποτυπώνεται στην αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του δημοσίου (spreads), στην υποχώρηση των φορολογικών εσόδων, που επιβεβαίωσαν την υπόθεση του εκλογικού κύκλου, στην κατάρρευση του Χρηματιστηρίου Αθηνών, στις περιορισμένες σε σχέση με το 2012 αποσύρσεις καταθέσεων από τις τράπεζες, στις δυσκολίες των εξαγωγών (αφού οι προμηθευτές ζητούσαν προπληρωμή). Με άλλα λόγια, η νέα κυβέρνηση εκκινεί από δυσμενέστερη αφετηρία σε σύγκριση με την κατάσταση που πήγαινε να διαμορφωθεί το 2014».
Προειδοποιώντας για τις καυτές πατάτες που παίρνει στα χέρια της η νέα κυβέρνηση η Έκθεση επισημαίνει πως από την Άνοιξη 2014 οι μεταρρυθμίσεις του προγράμματος προσαρμογής («μνημονίου») γενικά πάγωσαν, πράγμα που μας προϊδέασε για τις δυσκολίες της επόμενης μέρας. Άλλες δυσκολίες για τη νέα κυβέρνηση προκύπτουν από την υστέρηση των εσόδων του κράτους που διευρύνει το «δημοσιονομικό κενό» και μειώνει τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου. Η τάση αυτή πρέπει να αναστραφεί επειγόντως. Στην περίπτωση αυτή θα τεθεί με ακόμα μεγαλύτερη οξύτητα το ζήτημα της ανακατανομής των τρεχόντων βαρών προκειμένου να διατηρηθεί η δημοσιονομική ισορροπία.
«Δεύτερον, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αποπληρώσει εντός των επόμενων δύο μηνών δάνεια (κυρίως προς το ΔΝΤ) ύψους περίπου €4 δισ. και να αναχρηματοδοτήσει έντοκα γραμμάτια ύψους περίπου €7 δισ. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα θα προκύψει μετά τον Ιούλιο 2015 όταν η Ελλάδα θα έχει ανάγκη για €8,8 δισ. για να καλύψει τις υποχρεώσεις της έναντι της ΕΚΤ, δευτερευόντως έναντι του ΔΝΤ και τόκους. Φαίνεται αδύνατο να καλυφθούν οι σχετικές χρηματοδοτικές δαπάνες χωρίς μια συνολική συμφωνία με τους εταίρους» επισημαίνεται χαρακτηριστικά.