Η οικονομική κρίση έφερε στην επιφάνεια παθογένειες της ελληνική κοινωνίας που προϋπήρχαν, και είτε τις παραμερούσαμε, είτε ήταν κρυμένες πίσω από ένα προσωπείο καθωσπρεπισμού. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός πως αυτή καθ’ αυτή η κρίση, με τα επακόλουθά της, μας οδήγησε όλους σε μία στενωπό η οποία καταλήγει σε αδιέξοδο. Σε καμία όμως περίπτωση αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει πράξεις και συμπεριφορές στα όρια, ή και πέρα από αυτά, της ηθικής.
Σαν Έλληνες καμαρώναμε, μέχρι το πολύ κοντινό μας χθες, για δύο λόγους, τον πολιτισμό μας ως έθνος και την ντομπροσύνη μας σαν άτομα. Κι αν το πρώτο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας, γραμμένο με χρυσά γράμματα στα βιβλία της, το δεύτερο τείνουμε να το εναποθέσουμε στο χρονοντούλαπο αυτής.
Η καθημερινή μιζέρια μας έχει οδηγήσει σε ακραίες συμπεριφορές. Έχουμε γίνει πιόνια σε ένα πολιτικό παιχνίδι, παρά τη θέλησή μας. Μας οδήγησαν οι κυβερνώντες και τα Μ.Μ.Ε., στην όξυνση του αισθηματος του κοινωνικού αυτοματισμού, με αποτέλεσμα να μας ενδιαφέρει το μέρος σε βάρος του όλου. Μας απασχολεί η επαγγελματική μας συντεχνία αδιαφορώντας για το λοιπό κοινωνικό σύνολο. Μας απασχολεί το άτομό μας αδιαφορώντας για το συνάνθρωπό μας, σε πολλές δε περιπτώσεις, απολαμβάνουμε “να καίγεται το σπίτι του διπλανού μας”, αδιαφορώντας, αν παράλληλα καίγεται και το δικό μας σπίτι.
Όμως αυτό δεν είναι Ελλάδα, έτσι δεν είναι οι Έλληνες. Το μέλλον μας μπορούμε να το διαμορφώσουμε εμείς, μπορούμε να κάνουμε την υπέρβαση κόντρα στα θέλω του συστήματος. Οφείλουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές κάτι για το οποίο να είναι και αυτοί περήφανοι. Είμαστε λαός που έμαθε στα δύσκολα, πέρασε πολέμους, εμφυλίους, δικτατορίες και παρόλα αυτά στάθηκε στα πόδια του περήφανος.
Δεν είναι δυνατόν, δεν το δέχομαι σαν άτομο, ότι μία κρίση οικονομική, όσο δύσκολη κι αν είναι θα μας αλλοιώσει τελείως σαν έθνος και σαν άτομα.