Πολλά πράγματα που οι κοινωνίες αρνούνταν να δεχτούν επί σειρά ετών σήμερα παρουσιάζονται, από ειδικούς και μη, ως μονόδρομος με το πρόσχημα της παγκοσμιοποίησης. Οι επιπτώσεις που απορρέουν από την παγκοσμιοποίηση είναι τεράστιες σε κάθε έκφανση της ζωής των ανθρώπων και των κοινωνιών της σύγχρονης εποχής. Οι απόψεις για το κρισιμότατο αυτό φαινόμενο της εποχής μας διίστανται και καλύπτουν όλο το φάσμα των ιδεολογικών αποχρώσεων. Από τους ένθερμους υποστηρικτές του φαινομένου, ως τους ορκισμένους εχθρούς του ακούμε θέσεις και απόψεις για τι μπορεί να συνεισφέρει στις κοινωνίες και στους ανθρώπους αλλά και το πόσο καταστρεπτική μπορεί να είναι η παγκοσμιοποίηση. Τόσο οι υποστηρικτές όσο και οι πολέμιοι του φαινομένου καταναλώνουν πολύ μελάνι προσπαθώντας να υποστηρίξουν ο καθένας από την πλευρά του το δίκαιο των απόψεων και των πεποιθήσεων του.
Ωστόσο, ανεξαρτήτως της θεωρίας που υποστηρίζει ο καθένας όλοι συγκλίνουν σε κάποια κοινά αποδεκτά συμπεράσματα. Πρώτο και κυριότερο είναι ότι η παγκοσμιοποίηση είναι γεγονός. Άρα, η συζήτηση δεν γίνεται για το αν θα την αποφύγουμε ή όχι αλλά για το πώς οι λαοί θα μπορούν να συνυπάρχουν μέσα σε αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων. Εισερχόμαστε, κατά κάποιο τρόπο, σε έναν προβληματισμό δεύτερης φάσης ή «δεύτερη γενιάς», όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Ε. Αλμπάνης. Είναι, ίσως άκαιρο ή ακόμα και άτοπο να μιλάμε για έναν κόσμο που δεν υπάρχει. Κυριότερα στοιχεία προβληματισμού θα πρέπει να είναι πως θα κάνουμε καλύτερο τον κόσμο στον οποίο καλούμαστε να ζήσουμε.
Ένας άλλος, ιδιαίτερα σημαντικός κοινός τόπος των απόψεων, είναι ότι η ελευθερία κίνησης προϊόντων και υπηρεσιών παραμένει λιγότερο αναπτυγμένη – ολοκληρωμένη σε σχέση με αυτή των κεφαλαίων και των χρηματοοικονομικών ροών. Αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία και βαρύτητα αν παρατηρήσουμε ότι και στο θέμα της μετακίνησης των ατόμων ως οικονομικές μονάδες, ενώ υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία σε σχέση με το παρελθόν εντούτοις, οι μετακινήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, αν μιλάμε σε απόλυτους αριθμούς, σήμερα είναι κατά πολύ μικρότερες.
Η σύγκρουση αντίθετων θεωρητικών προσεγγίσεων και ιδεολογικών ρευμάτων, των υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης από τη μία πλευρά και των πολέμιων του φαινομένου από την άλλη, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο του κόσμου που θα ξημερώσει όταν η παγκοσμιοποίηση αποτελέσει καθολική πραγματικότητα για τον πλανήτη. Όταν, δηλαδή, γίνει πράξη αυτός ο κόσμος που ο Ε. Αλμπάνης ορίζει ως ένα παγκόσμιο χωριό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα κληθούν οι τότε έχοντες την εξουσία να εφαρμόσουν την πολιτική τους.
Με εξαίρεση, ίσως, τις λογικές των άκρων, μία θεωρητική προσέγγιση δεν μπορεί από μόνη της να αποτελεί τη μοναδική λύση για τα υπαρκτά, αναμφίβολα, προβλήματα που πηγάζουν από την παγκοσμιοποίηση. Ο συγκερασμός των αντιτιθέμενων απόψεων και η αξιοποίηση των θετικών στοιχείων που η κάθε ιδεολογία περιλαμβάνει πρέπει ή θα μπορούσε παραγωγικά να είναι ο απώτερος στόχος των ισχυρών του πλανήτη. Αυτό, αν φυσικά δεχτούμε πως μείζονος σημασίας για όλους είναι το καλό του γενικότερου κοινωνικού συνόλου. Και πάνω σε αυτήν την κεντρική ιδέα έχουν πολλά να συνεισφέρουν όλα τα ιδεολογικά ρεύματα. Δεν είναι, εξάλλου, τόσο οι ιδεολογίες αυτές καθαυτές που κάνουν τον κόσμο καλό ή κακό, αλλά οι ακολουθούμενες στην πράξη πολιτικές.
Μήπως τελικά η λύση στο πρόβλημα του σύγχρονου κόσμου να είναι η δημιουργία ενός άλλου ιδεολογικοπολιτικού ρεύματος, του «φιλελευθερισμού της αριστεράς» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Alain Minc στο βιβλίο του «Η ευτυχής παγκοσμιοποίηση»;( Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, 1999).
Η αναφορά στο «φιλελευθερισμό της αριστεράς» ουσιαστικά γίνεται για να τονιστεί αυτό που αναφέρθηκε και λίγο παραπάνω στο παρόν κείμενο, δηλαδή η σύνθεση και ο συγκερασμός των αντίθετων θεωριών και η αξιοποίηση από τις αντίθετες αυτές θεωρίες των στοιχείων που κατά τη γνώμη, του γράφοντος πάντα, μπορούν να κάνουν καλύτερο τον κόσμο. Μιλάμε, δηλαδή, για μία αγορά φιλελεύθερη στις συναλλαγές και στις οικονομικές σχέσεις των ατόμων, αλλά ταυτόχρονα, και για ένα κράτος με έντονο κοινωνικό χαρακτήρα που θα εργάζεται προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Κατάσταση συνυφασμένη με τη νέα τάξη πραγμάτων είναι η δημιουργία ισχυρών περιφερειακών κοινοτήτων. Τρεις μεγάλες οικονομικές περιφερειακές ζώνες, ουσιαστικά μεγαλύτερης ελευθερίας διακίνησης αγαθών, εργασίας αλλά κυρίως χρήματος υφίστανται σήμερα. Η μία στην Ευρώπη με την Ευρωπαϊκή Ένωση(Ε.Ε.), η οποία είναι και πρωτοπόρος σε όλους σχεδόν τους τομείς του οικονομικού διεθνισμού, η δεύτερη στη Νοτιοανατολική Ασία με την ASEAN και η τρίτη στη Βόρειο Αμερική με τη NAFTA. Ο όρος «περιφερειακή οικονομική ένωση» δηλώνει τις διάφορες μορφές ενοποίησης, ανάμεσα σε ανεξάρτητα κράτη. Ως σημαντικότερες πτυχές αυτής της ενοποίησης θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, τη ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, την τελωνειακή ένωση, την κοινή αγορά, την οικονομική ένωση και την πλήρη οικονομική ένωση.
Δεν θα πρέπει, ειδικά για την περίπτωση της Ε.Ε., να ξεχνάμε την πραγματικότητα του ευρώ που όλα τα κράτη μέλη, πλην ασφαλώς του Ηνωμένου Βασιλείου, της Σουηδίας και της Δανίας, βιώνουμε εδώ και τρία χρόνια. Την τελωνειακή ένωση μεταξύ των κρατών μελών που είναι γεγονός από πολύ παλαιότερα, και τέλος το ενιαίο πλέον ευρωπαϊκό σύνταγμα το οποίο αργά ή γρήγορα και παρά τις όποιες αντιξοότητες θα είναι και αυτό γεγονός. Οι μεγάλες, αυτές, περιφέρειες του κόσμου έρχονται, όσο οξύμωρο, και αν ακούγεται αυτό να βάλουν τους δικούς τους φραγμούς στην «κακώς νοούμενη» και χωρίς περιορισμούς παγκοσμιοποίηση.
Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ε.Ε. τα πράγματα εμφανίζονται ακόμη πιο περίπλοκα. Ο γίγαντας με τα γυάλινα πόδια που αυτή τη στιγμή έχει δημιουργηθεί καλείται να καλύψει το κενό αντίπαλου δέους απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες που δημιουργήθηκε μετά την κατάρρευση του υπαρκτού Σοσιαλισμού με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο δρόμος, όμως, για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος δεν είναι εύκολος. Από τη μία πλευρά το άγρυπνο μάτι των Ηνωμένων Πολιτειών μέσα στην Ε.Ε. με τον αχώριστο σύμμαχό της την Αγγλία περιπλέκει σε μεγάλο βαθμό το όλο σκηνικό και δημιουργεί για πολλούς, ίσως όχι άδικα, εύλογες αμφιβολίες όχι μόνο για το αν μπορεί η Ε.Ε. να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο διεθνές στερέωμα, αλλά ακόμα και για την ίδια την ουσιαστική επιβίωσή της. Από την άλλη, οι αγκυλώσεις του αντίπαλου πόλου, του γαλλογερμανικού άξονα, φαίνεται πως για την ώρα και παρά τις φιλότιμες αλλά μεμονωμένες προσπάθειες να μην μπορούν να δώσουν ένα ουσιαστικό τέλος στο αδιέξοδο στο οποίο οδεύει η Ευρώπη, με μόνο τελικά ζημιωμένο την ίδια την Ε.Ε.. Εκτενέστερη αναφορά για τη συμβολή και το ρόλο της Ε.Ε. στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον, γίνεται στο τρίτο κεφάλαιο στη συνέχεια της παρούσας διπλωματικής εργασίας.
Παρατηρούμε, λοιπόν, πως μιλάμε κυρίως για παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Τι όμως ορίζει αυτός ο όρος στην πράξη; Ο ίδιος ο όρος της παγκοσμιοποίησης υποδηλώνει κίνηση, μεταβλητότητα, δυναμική και σε καμία πάντως περίπτωση στασιμότητα. Τα ίδια τα κράτη – έθνη δεν μπορούν να μένουν απλοί παρατηρητές στις εξελίξεις. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι όπως η φυσική όπου δεχόμαστε νόμους και κανόνες χωρίς να μπορούμε να τους ανατρέψουμε, ο ήλιος κάθε πρωί θα ανατέλλει και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για αυτό. Στην οικονομία τα πράγματα δεν είναι αυταπόδεικτα ούτε ισχύουν αξιώματα όπως στις άλλες επιστήμες. Πρέπει τα κράτη από μόνα τους να αναλάβουν πρωτοβουλίες αν θέλουν να πρωταγωνιστήσουν ή ακόμα και να επιβιώσουν ως οντότητες στη νέα τάξη πραγμάτων.
Και αν οι θεωρίες βρίσκουν κοινό τόπο σε κάποιες προσεγγίσεις, τα σημεία τριβής, των αντιτιθέμενων ιδεολογικών ρευμάτων, εμφανίζονται πολλαπλάσια και οι διαφορές φαίνονται ανυπέρβλητες ως ένα βαθμό. Στοιχεία σύμφυτα της εποχής μας και των εγγενών αναδιαρθρώσεών της, όπως η ανεργία, οι ρυθμοί ανάπτυξης, η ανισοκατανομή πλούτου είναι για τους πολέμιους του φαινομένου, ιδίως τα αριστερά κινήματα, απόρροια της «κακής» παγκοσμιοποίησης. Ενώ αντίθετα για τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της, φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους, αποτελούν προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ο σύγχρονος κόσμος. Σε μεγάλο βαθμό το πιο από τα δύο ρεύματα θα κυριαρχήσει εν τέλει θα εξαρτηθεί από την κατεύθυνση που θα έχουν οι δείκτες ευημερίας των λαών, σε συνδυασμό με την ποιότητα της λεγόμενης καθημερινότητας των πολιτών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο καλείται και η Ελλάδα να διαδραματίσει το δικό της ρόλο στο παγκόσμιο οικονομικό, και όχι μόνο, γίγνεσθαι. Η μικρή Ελλάδα με τα γνωστά προβλήματα του σήμερα πρέπει να βγει περισσότερο από τα στενά όρια των συνόρων της, να ορθώσει το ανάστημά της και να παίξει κρίσιμο ρόλο πρώτα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένας λαός με τόσο πλούσια πολιτιστική κληρονομιά και τέτοια κουλτούρα, όπως ο ελληνικός είναι καταδικασμένος να πρωταγωνιστεί.
Η Ελλάδα έχει δύο γεωπολιτικά πλεονεκτήματα στην παρούσα φάση, πρώτον, τη γεωπολιτική της θέση, η οποία είναι μείζονος πολιτικής σημασίας, δεύτερον, το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα είναι το μοναδικό ισότιμο μέλος της Ε.Ε. στην περιοχή των Βαλκανίων. Για το λόγο αυτό, ακόμα και τώρα που τα στατιστικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας κάθε άλλο παρά ικανοποιητικά είναι και την κατατάσσουν στη θέση του ουραγού σε πολλούς τομείς στην Ε.Ε., το σκηνικό είναι δυνατόν να αλλάξει. Το οικονομικό κλίμα στη Ελλάδα μπορεί να μεταστραφεί και το μέλλον να διαγραφεί ευοίωνο. Σίγουρα όχι ξαφνικά από τη μια στιγμή στην άλλη ή με ευχολόγια αλλά με τις σωστές οικονομικές και πολιτικές επιλογές.
Η εποχή είναι κρίσιμη για την Ελλάδα ιδιαίτερα στο προσεχές μέλλον που ξεκινούν οι ενταξιακές διαδικασίες για την Τουρκία στην Ε.Ε.. Η Ελλάδα αν δεν χειριστεί σωστά το ζήτημα θα κινδυνέψει να χάσει πολλά από τα στρατηγικά της συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί από την αρχή είναι ότι και με την ίδια την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. δίνεται η ευκαιρία στην Ελλάδα να γίνει αυτή ο ρυθμιστικός και κυριότερος παράγοντας επηρεασμού των εξελίξεων. Στην Ελλάδα δίνεται η χρυσή ευκαιρία να επιλέξει αν θα μετατραπεί σε έναν ισχυρό σύμμαχο της Ευρώπης και κατ’ επέκταση του κόσμου ή σε έναν αποδυναμωμένο φτωχό συγγενή.